ψηφισάμενοι

ψηφισάμενοι
ψηφίζομαι
count
aor part mp masc nom/voc pl
ψηφίζω
count
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκαθηγούμαι — έομαι, ΜΑ 1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένη η προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσα αρχ. 1. προπορεύομαι και οδηγώ 2. καθοδηγώ, συμβουλεύω… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”